κρημνός

κρημνός
κρημνός
Grammatical information: m.
Meaning: `overhanging bank' (Il.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. ἀπό-κρημνος `inclined, steep' (IA.), βαθύ-κρημνος `with steep inclination' (Pi.); extens. Strömberg Greek Preflx Studies 34 ff.; rarely as 1. member, e.g. κρημνο-φοβέομαι `be afraid of inclinations' (Hp.).
Derivatives: κρημνώδης `slanting' (Th.); (κατα- etc.) κρημνίζω `have a strong inclination' (Att. etc.), with -ισμός, -ισις (late).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Traditionally considered as an old verbal noun to κρεμάννυμι (s. v.) with ablaut κρημ- : κρεμα-; but this is impossible if the root was *kremh₂- (zero grade *kr̥mh₂- would give *κραμα-). DELG notes that the is proven by Pindar, which makes the case even worse: with h₂ we can never get . This recalls that there is no evidence for this root outside Greek. This reminds us that there is no explanation of κρίμνημι. Was there an old adj. *κριμνος `slanting'? Or was κρίμνημι just due to κίρνημι? The present κρήμνημι is rather influenced by κρημνός than the other way round. So the form is unexplained.
Page in Frisk: 2,15-15

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρημνός — overhanging bank masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνός — ο (AM κρημνός) απότομο πρανές με γεώδη υλικά που είναι σχεδόν κατακόρυφο και σχηματίζεται κατά μήκος τών ακτογραμμών ή τών κλιτύων, γκρεμός («θαλάσσιος κρημνός») νεοελλ. ιατρ. τμήμα ιστού ή οστού στο οποίο διατηρούνται τα τροφοφόρα αγγεία και το… …   Dictionary of Greek

  • Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κρημνοί — κρημνός overhanging bank masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνούς — κρημνός overhanging bank masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρημνόν — κρημνός overhanging bank masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …   Dictionary of Greek

  • κατάκρημνος — κατάκρημνος, ον (AM) απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από κρημνος, περί κρημνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) …   Dictionary of Greek

  • παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • περίκρημνος — ον, Α απόκρημνος, απότομος από όλες τις πλευρές («λόφος ἐλείπετο πετρώδης καὶ περίκρημνος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”